τυλιγάδιασμα

τυλιγάδιασμα
το сматывание, наматывание (пряжи и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τυλιγάδιασμα" в других словарях:

  • τυλιγάδιασμα — το, Ν [τυλιγαδιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυλίγαδιάζω …   Dictionary of Greek

  • τυλιγάδιασμα — το, ατος το τύλιγμα νήματος στο τυλιγάδι, το κουβάριασμα σ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»